Corfu Museum

Petsalis: Collection Of Corfu Island,Greece documents

Oι Σουλιώτες στην Κέρκυρα 

Δημοσιεύτηκαν. ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΟΥΛΙΩΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ)’Επιμέλεια: ’Αγγέλου Ν. Παπακώστα*

 Διάφοροι ιστοριοδίφες είχαν σαν στόχο ζωής την εύρεση αδημοσίευτων κειμένων και να τα δώσουν στους μεταγενέστερους για να μείνουν στην αληθινή ιστορική μνήμη. Τα έργα όμως αυτά τα περισσότερα έμειναν ανέκδοτα ή και σάπιζαν μέσα σε υγρά και ανήλια υπόγεια. Δεν θα ξέραμε τίποτε ακόμα και για τα απομνημονεύματα πού δίνομε τώρα στη δημοσιότητα. Και αν για καλή μας τύχη δεν βρισκόταν ό Βλαχογιάννης, ή καταστροφή των περισσοτέρων θα ήταν οριστική.

Σουλιώτης στην Κέρκυρα με χαρακτηριστική ενδυμασία. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία του Louis Dupre 

Του όλου αυτού δημοσιεύματος θα ασχοληθούμε με τα συμβάντα στην Κέρκυρα.

    Ποιος όμως ήταν ό γέρο Σουλιώτης, δηλ. ό αφηγητής και ποιος ό Κερκυραίος λόγιος και θαυμαστής του πού διέσωσε όσα κατά καιρούς άκουσε ή εκμαίευσε από τα χείλη του ; Από τον τίτλο δεν πληροφορούμεθα παρά την ηλικία και την καταγωγή τουαφηγητή. Στα απομνημονεύματά του όμως συναντά ο προσεκτικός αναγνώστης και διάφορα στοιχεία, πού ή συσχέτιση των λύνει πολλές απορίες και αφήνει να διαφανή μαζί με το όνομα και ή άλλη ηρωική δράση τόσο του αφηγητή όσο και άλλων συγγενικών προσώπων Από την φράση π.χ. «προσέχθηκε γύλων ό μπάρμπα Σπύρος» γίνεται γνωστό το προσωπικό όνομα τού γέρο Σουλιώτη· ’Από τη φράση πάλι «σηκώνεται ό Τζίπης, ό αδελφός τού πάππου μου» αποκαλύπτεται και το επώνυμό του.

Σπύρος Τζίπης, ό Δήμος (Δημήτρης), αδελφός του.

'Όταν οι Σουλιώτες βρέθηκαν στην αναπόδραστη ανάγκη να φύγουν από τοΣούλι και να περάσουν οι περισσότεροι στα Επτάνησα, ό Δημήτρης(Δήμος) μαζί με άλλους δικούς του πήγε στην Κέρκυρα κι εγκαταστάθηκε στο Γαστούρι, στα Παχάτικα, οπού έκαμε ότι μπορούσε για να ζήση την οικογένεια του Ο Σπύρος Τζίπης γεννήθηκε στο Σούλι το 1797, όπως αναφέρει ό ίδιος και πέθανε στην Κέρκυρα στα 1882.Τα τραγικά γεγονότα της εποχής αυτής, πού δεν είχαν αποτυπωθεί στη μνήμη του τα έμαθε στην Κέρκυρα από διηγήσεις γερόντων. Εκεί άκουσε ότι κινδύνευσε και ό ίδιος, μία φορά όταν έπεσε κοντά του μία βόμβα, πού αν δεν προλάβαινε να την αρπάξει και την πετάξει ή νόνα του, θα τον είχε διαλύσει και μία όταν σε κάποια γενική έφοδο όπως είπαμε ξεχάστηκε από τον πατέρα του έξω από τα τείχη.Η οικογένεια τού Σπύρου κατέφυγε, όπως είδαμε, στην Κέρκυρα μαζί με άλλες συγγενικές οικογένειες (Λάμπρου, Ζήκου, Νικολού) κι εγκαταστάθηκε στο Γαστούρι, στα Παχάτικα εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια ό Σπύρος, βόσκοντας πρόβατα, παίζοντας φλογέρα και περνώντας τη μέρα στα δάση και τα βουνά.      Στην περίοδο της πολιορκίας τού Άλή (1820-22), έφυγε κι αυτός στο Σούλι και πήρε ενεργό μέρος μαζί με τον πατέρα του και άλλους συγγενείς στον επικό εκείνον Αγώνα.’Όταν οι Σουλιώτες βρέθηκαν στην αναπόδραστη ανάγκη να φύγουν πάλι από το Σούλι (τέλη Αύγ. 1822) έφυγε και ο γέρο Σουλιώτης για το Φανάρι και από κει με καΐκι για την Κεφαλονιά,(στο Λαζαρέτο), οπού έμεινε από τον τρύγο ως τα Χριστούγεννα τού (1822).Χαρακτηριστικοί είναι οι ακόλουθοι στοίχοι τού Μαρκορά πού είναι γραμμένοι στα 1878 και αφιερώνονται στην Ελένη Δούσμανη.

    Ποιος όμως ήταν ό τόσο ευγενής πατριώτης και λόγιος Κερκυραίος πού προτιμούσε να συντροφεύει ένα γέρο Σουλιώτη αγωνιστή και κουμπάρο του και ν’ αποθησαυρίζει και καταγράφει χωρίς αποσιωπήσεις όσα κατά καιρούς εκμαίευε, καλά και κακά από το στόμα του ; Ό ίδιος δεν αφήνει να διαρρεύσουν στα απομνημονεύματα του παρά ελάχιστα στοιχεία για τον εαυτό του. ’Αποσιωπά και τ’ όνομα και το επίθετο και ότι άλλο θα μπορούσε να φώτιση τη ζωή του. Δεν ήτο όμως τυχαίος και ασήμαντος. Ό γέρο Σουλιώτης τον αποκαλούσε σοφό, γιατί τού έδινε πάντοτε ικανοποιητικές απαντήσεις και τού έλυνε απορίες για φυσικά φαινόμενα, άλλα και για τα εθνικά ζητήματα πού τόσον τον ενδιέφεραν πάντοτε. Αν και απέρριπτε τον τίτλο τού σοφού και εξηγεί γιατί δεν μπορούσε να λέγεται σοφός, (ενώ ήτο σοφότερος από πολλούς άλλους).   ’Από τυχαία περίσταση είχε εγκαταλείψει τις μελέτες του, πού από τη νεαρά ηλικία καλλιεργούσε με προθυμία, και αφοσιώθηκε στην κουραστική, άλλα διδακτική ανάγνωση σπουδαίων σελίδων της κοινωνικής οικογενειακής βίβλου και αφού ο καιρός εκείνος παρήλθε, άρα δε μπορούσε να γένει, σοφός στα 1840 είχε αναθέσει την επιστασία τού κτήματός του στον γέρο Σουλιώτη.   Αυτά όμως απεικονίζουν τον χαρακτήρα και τα ενδιαφέροντα τού κουμπάρου, δεν μάς αποκαλύπτουν και όνομά του. Αναγράφετε στο πρώτο τετράδιο το οποίο δεν είναι γνωστό, γιατί έχει χαθεί. Και δεν έχει χαθεί μόνον το πρώτο τετράδιο, έχουν χαθεί όλα. Στο αντίγραφο πού είχε σωθεί με τη φροντίδα Βλαχογιάννη, και από το όποιο γίνεται και ή παρούσα έκδοση δεν αναγράφεται όνομα.

Σε μία πρόχειρη όμως με μολύβι αναγραφή τού ίδιου ό τίτλος ’Απομνημονεύματα γέροντος Σουλιώτη» συμπληρώνεται υπό «Δούσμανη».’Αποκαλύπτεται λοιπόν και το όνομα, άλλα όχι ολόκληρο. Έτσι γίνεται γνωστό ότι το αρχικό χειρόγραφο γράφηκε από κάποιο μέλος της ιστορικής όσο και αρχαίας Κερκυραϊκής οικογένειας Δούσμανη, πού διασταυρώνεται με την οικογένεια του Κομ. Ντ. Λευκοκοίλου (1804 - 1890). Χωρίς αμφιβολία κάποιο από τα παιδιά του, πιθανώς ο Κομ Ιώ. Δούσμανης πρέπει να είναι ο Δούσμανης πού έγραψε τα απομνημόνευμα τα τού γέροντος Σουλιώτη  Στο Γαστούρι εξακολουθεί με ακατάβλητη δραστηριότητα. Τα έργα του  Σουλιώτη και τις τόσο χρήσιμες για δηλ τη χώρα τέχνες, πού ασκούσε με μεγάλη πάντοτε επιτυχία (βελονοθεραπεία πασχόντων, πρακτική ιατρική, και πρακτική κτηνιατρική). Από τα 1840 ανέλαβε και την επιστασία ενός μεγάλου κτήματος. Αύτη έγινε αφορμή να συνδεθεί στενότερα με το νοικοκύρη του, πού έγινε και κουμπάρος του και αφηγητής των αναμνήσεων του. ’Ολίγον καιρόν μετά την προσάρτησαν της Επτανήσου εις το Βασίλειο της Ελλάδος όταν, πρώτη φοράν ο βασιλεύς Γεώργιος ήρθε στην Κέρκυρα και ό τόπος ολόκληρος μετ’ ενθουσιασμού, μετ’ ακραιφνούς πατριωτισμού και παραδειγματικής αυταπαρνήσεως εόρταζε το μέγα εκείνο εθνικό συμβάν, ό γέρο Σουλιώτης πήγε κι αυτός εις την πόλη για να δει με τα μάτια του τον βασιλιά μας. Την ήμερα εκείνην επί της πλατείας παιάνιζαν η στρατιωτική και ή της πόλεως εγχώριος μουσική. ’Άπειρον πλήθος κάλυπτε αυτήν. Το θέαμα ήτο λαμπρό. Αι οικία άπασα ήσαν ανθοστόλιστες  και σημαιοστόλιστες. Την εσπέρα μεγάλη φωταψία αγένωτο, και ωραία πυροτεχνήματα κάηκαν εις ένδειξη χαράς και πλήρους αγαλλίασης. Ότι όμως πλέον παντός άλλου λάμπρυνε την εορτή εκείνην ήτο ο ζωηρός ενθουσιασμός, όστις υφαίνετε ζωγραφισμένος εις τα σώματα τού απείρου εκείνου πλήθους. Κατά τας στιγμές εκείνος ο γέρο Σουλιώτης κατόρθωσε να πλησίαση τον υπασπιστή τού βασιλέως, τον παιδί τού Νότη Μπότσαρη, τού καπετάνιου, του Νότη εκείνου τον όποιον γέροντα, γνώρισε ο γέρο Σουλιώτης, όταν επρόκειτο, κατά τας ένδοξους ημέρας των αγώνων των θυσιών, των μαρτυρίων, αποφασιστικών μαχών εις Μπουγάτσα εναντίον των Τούρκων.      — Θυμάσαι αφέντη, του είπε μεταξύ των άλλων. Θυμάσαι την μάχητης Μπουγάτσας... Εκεί λαβώθηκα και εγώ.      — Ναι, απήντησαν ο Μπότσαρης, ενθυμούμαι. Τόποι εγκαταστάσεως των Σουλιωτών (Κέρκυρα, Μαντούκι, Γαρίτσα, Τρίκλινο, Καστανιά, Μπενίτσες, Γουβιά, Γαστούρι, κ.λπ.)  'Η Κέρκυρα εδέχθη τούς ήρωας εκείνους με ανοικτές αγκάλες και μετ’ άκρατου ενθουσιασμού και αφανή προς αυτούς φιλοξενία από της πρώτης στιγμής της αφίξεως των, γνωρίζουσα δε τα παρ’ αυτών τελεσθέντα θαύματα, τα υπεράνθρωπα κατορθώματα, τας μεγάλες θυσίας ας υπέρ πίστεως και πατρίδος υπέστησαν, θαύμαζαν αυτούς, ως όντα υπερφυή.Όπως είδαμε ο γέρο Σουλιώτης έφυγε με τούς δικούς του για την Κέρκυρα κι εγκαταστάθηκε στο Γαστούρι, στα Παχάτικα, που έκανε ότι μπορούσε αγόραζε αγελάδες, πωλούσε το γάλα και το βούτυρο στη χώρα ή πάχτωνε τον καρπό από τα ελαιόδεντρα και αφού σιγά καλυτέρευσε ή κατάσταση του άρχισε να αγοράζει και κτήματα και με την συνεχή εργασία και οικονομία επέτυχε αύξηση σημαντική για την περιουσία, αφού εθεωρείτο πλούσιος. Έμαθε και τέχνες πολλές· γνώριζε να θεραπεύει με βότανα, πού αφθονούσαν στο νησί, πολλές σοβαρές αρρώστιες· εξουδετέρωνε ακόμα με βότανα και δηλητηριάσεις τα φίδια τα φαρμακερά. Και δεν θεράπευε μόνον ανθρώπους άλλα και ζώα πού έφερναν γι’ αυτόν τον σκοπό χωρικοί απ’ όλο το νησί. Και ήταν τόσο μεγάλη ή φήμη πού είχε αποκτήσει και ως πρακτικός κτηνίατρος.  Από τα 1840 ανέλαβε και την επιστασία ενός μεγάλου κτήματος. Αύτηέγινε αφορμή να συνδεθεί στενότερα με το νοικοκύρη του, πού έγινε και κουμπάρος του και αφηγητής των αναμνήσεων του. Σ’ αυτήν οφείλονται τ’ απομνημονεύματα πού δίνομε στη δημοσιότητα. Δούσμανης (Ιώ.) 0 αφηγητής και το χειρόγραφό του.Ποιος όμως ήταν ό τόσο ευγενής πατριώτης και λόγιος Κερκυραίος πού αντί να παρασύρεται, αφού είχε τη δυνατότητα, σε άλλες περισσότερο ευχάριστες απασχολήσεις και διασκεδάσεις, προτιμούσε να συντροφεύει ένα γέρο Σουλιώτη αγωνιστή και κουμπάρο του και ν’ αποθησαυρίζει και καταγραφή χωρίς αποσιωπήσεις όσα κατά καιρούς εκμαίευε, καλά και κακά από το στόμα του ; Ό ’ίδιος δεν αφήνει να διαρρεύσουν στα απομνημονεύματα του παρά ελάχιστα στοιχεία για τον εαυτό του.Στο αντίγραφο  ληφθέν με τη φροντίδα Βλαχογιάννη, από το όποιο γίνεται και ή παρούσα έκδοση δεν αναγράφεται όνομα. Σε μία πρόχειρη όμως με μολύβι αναγραφή τού ίδιου ό τίτλος «’Απομνημονεύματα γέροντος Σουλιώτη» συμπληρώνεται υπό «Δούσμανη».’Αποκαλύπτεται λοιπόν και το όνομα, άλλα όχι ολόκληρο. Έτσι γίνεται γνωστό ότι το αρχικό χειρόγραφο γράφηκε από κάποιο μέλος της ιστορικής όσο και αρχαίαςΚερκυραϊκής οικογένειας Δουσμανη    Οι πρόσφυγες στην Κέρκυρα άμα τις αποβάσεις αυτών, κατασκήνωσαν εν τη ύπαιθρο. Μετ’ ολίγας ημέρας διασκορπίστηκαν εις τα προάστια, εις τας παρακείμενες κώμες. Μόνον ολίγοι εξ αυτών, οι απορότεροι παρέμειναν εις την πόλη. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Μαντούκι, Γαρίτσαν, Τρίκλινον, εις τα κανάλια των όποιων εν έτι από την στιγμήν εκείνην ίσως διατηρεί το όνομα «Κανάλι Αρβανίτικο». "Άλλοι κατοίκησαν εις την Καστανιά, εις Μπενίτσες, εις τα Γουβιά. 'Η οικογένεια τού Σπύρου μετά των οικογενειών των θείων αυτού Λάμπρου, και Νικολού αποκατεστάθησαν έκτοτε εις Γαστούρι, εις τα Παχάτικά. Ούτω, πάντες επιτυχόν να εύρεση κατοικιών εις τα πλησιέστερα μέρη της πόλεως,      Είχαν οι δυστυχείς Σουλιώτες χρήματα τίνα, πολύτιμα είδη, σκεύη, τα όπλα αυτών, πλην πρόνοων έκαστος εγκαίρως περί τού μέλλοντος ουδέν βέβαιον έχοντες επί τού οποίου να βασίσει τας περί μέλλοντος ελπίδας των, απεδόθησαν αμέσως εις οιανδήποτε ευρόν πρόχειρο έντιμων εργασιών. Ούτω πολλοί εξ αυτών ασχολήθηκαν εις την κτηνοτροφία γενόμενοι ποιμένες, είδος ζωής όπερ μάλλον αρμόζουσα εις την ατίθασο της έξης αυτών και διά της εν τη πόλη Κέρκυρα πωλήσεως τού γάλακτος, τού βουτύρου, τού τυρού, ορίζοντα τα προς το ζην αναγκαία. 'Έτεροι μίσθωσαν αγρούς και καλλιεργούν την γη, έτεροι απεδόθησαν εις τέχνες τινός τού τέκτονος, του ξυλουργού, τού βαρελοποιού, τού τσαρουχά. Οι εργατικοί, έκτοτε αποφάσισαν να ωφεληθούν  εκ της εργασίας αυτών γενόμενοι συγχρόνως χρήσιμοι πολίτες εις τον τόπον, εν ω έτυχαν αδελφικού άσυλου. Αλ’ επειδή όντος τού αυτού ποιμνίου όλα τα πρόβατα δεν ευρίσκονται τού αυτού ποιού, ούτω και μεταξύ αυτών ερέθισαν ευάριθμοι τίνες οι οποίοι παρ’ εκτραφέντες εκ της ευθείας οδού, ’ίσα ίσα συνέπεια της ζωής την όποιον αι περιστάσεις είχαν υποχρεώσει αυτούς να διάγουν εις λίαν ανωμάλους, και μη δυνάμενοι να πορίζονται έντιμος τα προς το ζην, τιμίως και διά τού ιδρώτας τού προσώπου, έδωσαν κατόπιν αιτίας παραπόνων,πράγμα το οποίον επίκρανα τας ψυχής των αγαθών συμπατριωτών αυτών, ούτινες διά παραδειγματικής και ανεπίληπτου διαγωγής ήθελαν να δείξουν, ότι ήσαν άξιοι της αγάπης της φιλοξενούσης νέας πατρίδος, καίπερ περιπεσόντες εις την μεγαλύτερων των δυστυχιών. Καθ’ όλων την εβδομάδα καταγίνονται αόκνως εις τας διαφόρους αυτών εργασίας, την Κυριακή δε και κατά τας αλλάς εορτές, ενδεδυμένοι με τας γραφικότητας αυτών ενδυμασίας, μετά την λειτουργιά ανήρχοντο εκ τού χωρίου εις τας κατοικίας των, συναθροίζονται, τότε οι γείτονες όλοι μαζί εκάθησαν διπλοπόδι, σχηματίζοντες κύκλων δεκαπέντε - είκοσι ατόμων καπνίζοντες και ακροάζονται των γεροντότερων τας περιγραφές, τας διηγήσεις των ανδραγαθημάτων των πατέρων, και των επισημότερων συμβάντων της πατρίδας. Τραγουδούσαν ενίοτε, και τα άσματα αυτών, πάντοτε εις το αυτό θέμα περιστρέφοντα. Ούτω οι δυστυχείς διασκεδάζον. 'Η μουσική έχει την δύναμιν να τέρπει τας καρδίας των ευθυμούντων, ου μόνον, αλλά και να επέχει βάλσαμο παρηγοριάς εις τας ψυχές των ανθρώπων που κατατρύχονται παρά των μεγαλυτέρων πικριών και βασάνων.      Αι γυναίκες συναθροίζονται και αύται, εις απόσταση τίνα εκ των ανδρών ή πλησίον των κατοικιών, συνομιλούν και καταγίνονται εις ραψίματα, εις κεντήματα, έργα εις τα όποια δεν αδύνατο να απασχολούνται κατά τας εργασίμους ημέρας. Η ενασχόλησης αύτη διά τας γυναίκας και ιδίως το «μπάλωμα» χρησιμεύει ου μόνον διά τας ανάγκης της οικογένειας, αλλά και ως διασκέδασης, μη αποφέρουσα ουδέν κάματο, εις γυναίκας εθισμένες εις τας κοπιωδέστερους βάναυσους εργασίας. Τα παιδιά διηρημένα εις διαφόρους ομίλους, έπαιζαν, έτρεχαν, επαγάγουν, ορίζον, γελώντας, ελεύθερα δε και άνευ φροντίδων περί παρελθόντος και μέλλοντος, εύθυμα και χαροποιά, διέρχονται τον καιρόν.     Ό Σπύρος ήτο τριών περίπου ετών όταν έφτασαν εν Κέρκυρα. Ό καιρός άρχετε και όταν έγινε μεγαλύτερος ηλικίας, ό πατήρ του, ίνα απασχολεί αυτόν εις έργον τι του έδωσαν μίαν αίγα, δύο ερίφια και πρόβατα τίνα. Ούτω άρχισε το στάδιο με τον ποιμενικών βίον και πολύ ευχαριστημένος. Μίαν ημερών καθ’ ην βοσκών τα ζώα του ό Σπύρος πορεύετε εις τον Πλάτανο Γαστουρίου διά να τα ποτίσει, βαστώντας δεδομένων την αίγα με σχοινί, δύο ερίφια έτρεχαν εμπρός προς τον πλάτανο εκείνον, καθότι γνωρίζον τον καθημερινό δρόμο, πηδώντας, έπεσαν εντός του ύδατος. 'Η αιξ με μητρικόν βλέμμα παρακολουθεί προσεκτικά και τας ελάχιστες κινήσεις των εριφίων, άμα εννόησαν ότι έπεσαν εις το ύδωρ, άρχισε να βρυχάται σπαρακτικός. Εφώναζαν τα ερίφια, εφώναζε ή αιξ, εφώναζαν ό μικρός βοσκός. Έσπευσαν προς τον πλάτανο πρώτα γυναίκες.  Στη μονή της Πλατυτέρας, στο δυτικό κλίτος του νάρθηκα σώζεται και ο τάφος του ξακουστού από τους πολέμους κατά του Αλή Πασά, Φώτη Τζαβέλα που πέθανε φαρμακωμένος από τους ανθρώπους του Αλή στα 1809. Ό αδελφός τού Φώτη Ζυγούρης Τζαβέλλας, πού σκοτώθηκε στη μάχη της Καλλιακούδας κοντά στο Καρπενήσι, λίγες ήμερες ύστερα από το θάνατο τού Μάρκου Μπότσαρη, είχε τρία παιδιά, από τα όποια ένα είχε βαφτίσει ο Μάρκος Μπότσαρης στην Κέρκυρα (στο 1810), παιδί τού Φώτη Τζαβέλλα ήταν ο περίφημος Κίτσος Τζαβέλλας

 

 

 

Αναζήτηση

Corfu Museum

Corfu Museum….τι μπορεί να είναι αυτό;

Θα το έλεγα με μια λέξη…. Αγάπη! Για ένα νησί που το γνωρίζουμε ελάχιστα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε ότι δεν το γνωρίζουμε. Στόχος λοιπόν είναι να το γνωρίσουμε όσο πιο βαθιά μπορούμε, μέσα από το χθες και το σήμερα, γιατί αλλιώς πως θα το αγαπήσουμε; Αγαπάω ατομικά και ομαδικά έχει επακόλουθο…. φροντίζω….. μάχομαι… και σέβομαι. Αγάπη προς την Κέρκυρα είναι το Corfu Museum και τίποτε άλλο.

Μετρητής

Articles View Hits
4229305