Τέχνες
Γεώργιος Σκλαβούνος προς Corfu museum
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ε΄ ΑΦΙΕΡΩΜΑ 97 ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΜΠΕΛΕΤ
ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Για να λάβει κανείς μίαν ιδέα του ανωτάτου ορίου της δημιουργικής δυνάμεως της νεοελληνικής φυλής στο έδαφος του πνεύματος και της τέχνης, πρέπει, νομίζω, να πάρη ως μέτρον το δημοτικό της τραγούδι. Σ’ αυτό ο ελληνικός λαός έδειξε και δείχνει ότι ομαδικώς δημιουργικότερο υπό έποψιν πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής είναι ικανός τα προσφέρη στον παγκόσμιο πολιτισμό. Και δεν είναι λίγο αυτό που προσφέρει. Είναι κάτι το οποίο καλλιτεχνικώς έχει τόσο μεγάλη σημασία, ώστε στο έδαφος της λαϊκής τέχνης ημπορεί να την κατατάξη σε μιαν εντελώς ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους άλλους λαούς. Η ιδιαίτερη μου γνώμη μάλιστα είναι ότι με το δημοτικό τραγούδι του ο ελληνικός λαός κρατεί στον κόσμο τα σκήπτρα στον καλλιτεχνικό κλάδο της μουσικής λαογραφικής τέχνης και φανερώνει ότι το ανώτερο καλλιτεχνικό ένστικτο της νεοελληνικής φυλής είναι ακόμα ένα από τα αναμφισβήτητα προνόμιά της, το οποίον όπως στην αρχαίαν εποχή της έδωσε τα πρωτεία στο έδαφος της τέχνης, έτσι και στην νεώτερη εποχή ημπορεί μίαν ημέρα πάλι να της τα δώση.
Πιθανόν να μη είναι όλοι σύμφωνοι με αυτά που λέω, αλλ’ είναι ανάγκη να δηλώσω ότι εγώ υποστηρίζοντας τη γνώμη αυτή, επιθυμώ να εκφέρω μίαν εντελώς ατομική μου πεποίθησι, την οποίαν όμως-και αυτό πρέπει να λογαριαστεί-την εσχημάτισα κατόπιν μακροχρόνιας μελέτης, και την οποίαν στηρίζω σε όχι ολίγα θετικά δεδομένα. Προκειμένου δε να μιλήσω για την αισθητικήν και μουσικοθεωρητικήν υπόστασιν του δημοτικού μας τραγουδιού, είναι ακόμα ανάγκη να δηλώσω ότι παίρνω το τελευταίο στην πλουσιώτερη του και εκφραστικώτερή του μορφή, την οποίαν χωρίς άλλο μας την δίνει ο τραγουδιστός χορός, που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής μουσικής λαογραφίας και στον οποίο συναντώνται αδελφομένες στην ταυτόχρονη εκδήλωσή τους, οι τρεις τέχνες, ποίησις, μουσική και όρχησις, όπως ήσαν αρμονικά αδελφωμένες και στον αρχαίο διθύραμβο.
Οι αναλογίες που συναντώνται στους δύο χορούς, διθύραμβο και τραγουδιστό χορό, στρέφουν άθελα τη σκέψη προς τη συγγένεια, που ημπορεί να έχουν μεταξύ τους όχι μόνον αυτοί οι δύο χοροί, αλλά γενικά η αρχαία ελληνική μουσική με τη νεοελληνική μουσική. Γιατί τι άλλο περισσότερο από τον αρχαίο διθύραμβο ημπορεί να συμβολίσει την αρχαίαν μουσική, τον διθύραμβο ο οποίος έδωσε στην αρχαία τραγωδία του Αισχύλου και του Σοφοκλέους τον μουσικό πυρήνα που την ανάδειξε ως το ανώτερο και ευγενέστερο μουσικό δημιούργημα κατά την περίοδο που ήκμασε η ελληνική τέχνη; Εννοείται δε μιλώντας για την αρχαία ελληνική μουσική, αναφέρομαι μόνο στο πνεύμα της, γιατί από αυτήν- ως όλοι γνωρίζουμε-τίποτε δεν μας έμεινε ικανό να μας δώσει μια ιδέα της πραγματικής της υποστάσεως. Ξέρουμε την σημασία την οποίαν οι αρχαίοι έδιναν στην αισθητική της αξία, και έχουμε αρκετά από αυτήν στοιχεία για να μπορέσουμε να μελετήσουμε τις αναλογίες που παρουσιάζει το πνεύμα της με εκείνο της νεοελληνικής μουσικής. Αυτές δε οι αναλογίες, που τις βλέπουμε και τις μελετάμε, νομίζω ότι είναι το μόνο πράγμα το οποίο με κάποιο θετικό τρόπο ειμπορεί να μας φανερώση τη συγγένεια που έως ένα όριο υπάρχει μεταξύ αρχαίας και νεωτέρας μουσικής. Γιατί η με κάθε άλλο τρόπο έρευνα του ζητήματος του δεσμού, ο οποίος συνδέει τη σημερινή με την αρχαία ελληνική μουσική, προσκρούει σε μεγάλες δυσκολίες και δεν καταλήγει συνήθως σε κανένα θετικόν αποτέλεσμα.
Υπάρχει ακόμα και μία πολύ σημαντική λεπτομέρεια, η οποία φανερώνει εν μέρει τη σχέσι της αρχαίας με τη νεώτερη ελληνική μουσική, και είναι αυτή η αναλογία την οποίαν παρουσιάζουν ορισμένα μέτρα της με μερικά συναντώμενα και στα δημοτικά τραγούδια, και ακόμα, η ομοιότης μερικών από τις διατονικές της κλίμακες τις οποίες συναντάμε και στη δημώδη μας μουσική. Η λεπτομέρεια αυτή, μου δίνει την αφορμή να εξετάσω και μιαν άλλη –εκτός από την αισθητική-πολύ σπουδαία άποψη του ζητήματος, που γεννά η μελέτη της ελληνικής δημώδους μουσικής και είναι αυτή η μουσικοθεωρητική βάσις της τελευταίας, η οποία εις πολλά σημεία συγκρούεται με εκείνη της μουσικής της Δύσεως και η οποία βρίσκω ότι αξίζει να με απασχολήση εδώ. Και πρώτα-πρώτα ας πω μερικές λεπτομέρειες για ωρισμένα από τα μέτρα της.
Η κατά παράδοσιν ισχύουσα θεωρία του σχηματισμού των μέτρων της μουσικής της Δύσεως, προσκρούει ενίοτε στους κανόνας, στους οποίους στηρίζεται ο σχηματισμός πολλών μέτρων στην νεοελληνική δημώδη μουσική- θα ήταν ικανές, όχι σπανίως να εμβάλουν σε απορία τον ξένο θεωρητικό. Ιδιαίτερα ο τονισμός σε μερικά μέτρα ειδικού σχηματισμού στην νεοελληνική δημώδη μουσική. Μελωδίες π.χ που εδημιουργήθησαν επάνω σε μέτρα 7]8 και 5]8- μέτρα συχνά συναντώμενα στη δημώδη μουσική- θα ήταν ικανές, όχι σπανίως να εμβάλουν σε απορία τον ξένο θεωρητικό. Ιδιαίτερα ο τονισμός σε μερικά μέτρα ειδικού σχηματισμού στην νεοελληνική δημώδη μουσική, θα παρουσίαζε δυσκολίες για τον ξένο μελετητή και τούτο διότι για να εννοηθή καλά ότι λέγεται carrure μιας φράσεως η αρχιτεκτονική μιας μουσικής περιόδου σε πολλά δημοτικά τραγούδια, θα έπρεπε προπαντός άλλου να αισθανότανε κανείς αυτά, όπως τα αισθάνεται και τα τραγουδεί ο λαός, από εκτέλεσι του οποίου θα ωδηγείτο για να βρισκε τον ακριβή τονισμό. Γιατί αλλοιώς, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να παραμορφώση τη φράσι και να αλλοιώση τη μουσική ιδέα.
Πολλά από τα μέτρα συναντώμενα στη μουσική της Δύσεως, τα βλέπουμε και στη δημώδη μας μουσική, με κάποιες ίσως από την τελευταία παραβάσεις των καθιερωμένων κανόνων του τονισμού. Εννοείται όμως ότι απ όλα τα μέτρα, των οποίων γίνεται χρήσις στη νεοελληνική λαϊκή μουσική, τα πιο χαρακτηριστικά υπό την έποψι ρυθμικής εκφράσεως είναι τα σύνθετα και ιδιαιτέρως εκείνα των 7]8 και των 5]8, εκ των οποίων το 7]8 συνηθέστατο στους ελληνικούς χορούς, ημπορεί να θεωρηθή ως το κατ’ εξοχήν εθνικό μέτρον. Τα μέτρα των 7}8 και 5]8 είναι σκόπιμο να σημειωθή, ότι τα είχε και η αρχαία ελληνική μουσική με κάποιαν ίσως διαφορά στον τρόπο του σχηματισμού τους.
Ότι όμως περισσότερον από όλα δίνει ένα ξεχωριστό χρώμα στην ελληνική δημώδη μουσική είναι, χωρίς άλλο, οι κλίμακες στις οποίες βασίζεται, και για την ποικιλία των οποίων θα προσπαθήσω με συντομία να δώσω μια μικρήν ιδέα.
Παρουσιάζει ιδιαίτερον ενδιαφέρον στον μελετητή της νεοελληνικής μουσικής, το ότι ωρισμένες κλίμακές της, ως είπα και παραπάνω, συναντώνται και στην αρχαίαν ελληνική μουσική. Της δωρίου, υποδωρίου, υπολυδίου π.χ. κλίμακος των αρχαίων, γίνεται συχνή χρήσις και στην δημώδη μουσική, ιδιαίτατα δε της υποδωρίου κλίμακος, στην οποίαν στηρίζεται μέγα μέρος των δημοτικών τραγουδίων και χορών. Το ευγενές και αυστηρά σοβαρό για τους αρχαίους δώριο μουσικόν είδος, το μόνο θεωρούμενον από αυτούς εθνικό, είναι και στην νεώτερη εποχή αγαπητό στην ελληνική ψυχή, και σ’ αυτό κατά προτίμησιν ο λαός στηρίζει τις μουσικές του εμπνεύσεις, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν είναι αστήριχτη η ιδέα για την οποία ωμίλησα πρίν, της συγγένειας που παρουσιάζει το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής μουσικής με εκείνο της ελληνικής δημώδους μουσικής.
Οι αρχαίες διατονικές κλίμακες, των οποίων γίνεται χρήσις στη λαϊκή μας μουσική, αποτελούν ένα μόνο και όχι μεγάλο μέρος του συνόλου των κλιμάκων τις οποίες μεταχειρίζεται. Το μεγαλύτερο μέρος και το πλουσιώτερο το αντιπροσωπεύουν οι μικτές ή ετεροφυείς (hybrides) λεγόμενες κλίμακες, οι οποίες είναι οι κυρίως νεοελληνικές κλίμακες και αποτελούνται από την ένωσι δύο τετραχόρδων, που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Οι κλίμακες αυτές παρουσιάζουν θαυμαστό πλούτο και μεγάλη ποικιλία, πολλές δε από αυτές φαίνονται ότι προέρχονται από μιαν αλλοίωσι της υποδωρίου κλίμακος. Σ’ αυτές καθώς και στις αρχαίες διατονικές, για τις οποίες προείπα, προστίθενται και η μείζων και η ελάσσων (majeure και mineure) του διατονικού συστήματος της μουσικής της Δύσεως, των οποίων γίνεται επίσης όχι σπάνια χρήσις στην ελληνική δημώδη μουσική. Με το σύνολο των πολλών και ποικίλων κλιμάκων της νεοελληνικής λαϊκής μουσικής δεν ημπορεί να συναγωνισθή ο πολύ περιορισμένος αριθμός των κλιμάκων της μουσικής της Δύσεως, η οποία για ολόκληρους αιώνας εστηρίχθηκε σε δύο μόνον κλίματες και στη νεώτερη εποχή, σε μερικές που οφείλονται στην προσπάθεια, την εντελώς ατομική, ωρισμένων μουσουργών. Στο βιβλίο μου «Η ελληνική δημώδης μουσικήν» μελετώ το ζήτημα αυτό των νεοελληνικών και ευρωπαϊκών κλιμάτων σ’ ένα σημείωμα το οποίον κρίνω σκόπιμο να αναφέρω : «Η μουσική- γράφω σ’ αυτό –την οποίαν μεγάλες καλλιτεχνικές διάνοιες επλούτισαν δια μέσου των αιώνων με τα ανώτερα και τολμηρώτερα καλλιτεχνικά μέσα και την ανύψωσαν σε υπέροχο σημείο μεταξύ των τεχνών, εις ένα μόνον πράγμα έμεινε με ακλόνητο πείσμα ακίνητη, σαν μαρμαρωμένη, και δεν εδέχθη καμμιά τροποποίηση και αλλαγή επί το ευρύτερον και προοδευτικώτερον, τούτο δε είναι η παράδοσις του διατονικού συτήματος, του συστήματος, δηλαδή, του σχηματισμού των δύο κλιμάκων, της μείζονος και της ελάσονος. Στις δύο αυτές κλίμακες η μουσική όλου του κόσμου εστηρίχθηκε μέχρι καταχρήσεως για ολοκλήρους αιώνας, οι των διαφόρων δε εποχών μουσικές μεγαλοφυΐες σ΄αυτές μόνον εβασίστηκαν για να στηρίξουν το έργον τους και να θεμελιώσουν τον μουσικόν τους ιδανικό κόσμο. Η προσκλόλλησις όμως αυτή εις ένα πάντοτε και περιωρισμένο σύστημα κλιμάκων συνετέλεσεν ώστε, αν στο καλοσιαίο δημιουργικόν έργον, το οποίον μας εχάρισεν έως τώρα η μουσική, υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές ύφους αποτέλεσμα τούτο της ιδαίτερης καλλιτεχνικής προσωπικότητας ενός εκάστου των μεγάλων συνθετών να υπάρχη και κάτι το ομοειδές, κάτι το ομοιόμορφον στην μελωδική και αρμονικήν εντύπωσι, το οποίον πρέπει να αποδοθή στο ότι μελωδία και αρμονία στηρίζονται εις ένα και μόνο πάντοτε όμοιο και όχι βέβαια πλούσιο διατονικό σύστημα. Τούτο, ως όλοι γνωρίζουμε, υπήρξεν αφορμή να ιδρυθούν τα τελευταία έτη από ωρισμένους και γνωστούς στο έδαφος της τέχνης επαναστάτας μουσουργούς, νέες μοντερνιστικές σχολές, οι οποίες κύριο σκοπό τους είχαν και έχουν την με όλα τα μέσα και τα υπερβολικώτερα ακόμα ανατροπή κάθε μουσικού θεωρητικού συστήματος στηριζομένου στο παρελθόν και την δημιουργία άλλων νέων συστημάτων, ριζικά πάντοτε αντιθέτων προς το θεωρητικόν σύστημα και το πνεύμα των παληών.
Ποιος ξέρει όμως, αν οι πρωτοπόροι αυτών των μουσικών μοντερνιστικών σχολών μουσουργοί, οι οποίοι για να παράγουν νέες εντυπώσεις, φθάνουν μέχρι του σημείου να επινοήσουν και θεωρητικά συστήματα που καταργούν την ύπαρξι κάθε τονικότητος στην μουσική (Arnold Schonberg), και για να ενισχυθή και πλουτισθή η τέχνη των ήχων με νέους ρυθμούς, εφευρίσκουν ελευθέρους και πρωτοτύπους τέτοιους, που καταργούν την στεροτυπία των παληών (Igor Stravinski), ποιος ξέρει, επαναλαμβάνω, αν δεν ήτανε γόνιμο για τη μουσική τέχνη να έστρεφαν αυτοί την προσοχή τους και προς την ύπαρξι νέων γι’ αυτούς τονικοτήτων, όπως είναι π.χ. οι τονικότητες που συνδέονται με τις νεοελληνικές κλίμακες, οι οποίες εδημιουργήθηκαν φυσικά από την έμπνευση και από το ένστικτο των λαών, και να έστρεφαν ακόμα την προσοχή τους σε μερικά από τα χαρακτηριστικώτερα νεοελληνικά μέτρα, όπως είναι π.χ. εκείνα των 7|8 και των 5|8, τα οποία ημπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως βάσι για τη γένεσι νέων και πρωτοτύπων ρυθμών;
Δεν είναι πολύς καιρός, που και στην δική μας μουσική άρχισε να καλλιεργείται κάπως ευρύτερα η ιδέα της εκμεταλλεύσεως της πολυφωνίας και της προσαρμογής της στην νεοελληνική μελωδία, ιδαίτερα δε μόνο να μελετηθή ο τρόπος της εκμεταλλεύσεως αυτής. Ας μη δε φοβηθή κανείς ότι με την καθιέρωσι της αρμονίας στη δημώδη μας μουσική ειμπορούν να πάθουν μείωσιν και νοθείαν οι εκφραστικές της ιδιότητες και τα πρωταρχικά καλλιτεχνικά της γνωρίσματα. Απεναντίας, με την προσαρμογή της πολυφωνίας θα φωτισθούν αυτά και θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο και θα καταστήσουν πιο υποβλητική την πνευματική της δύναμι.
Το έργον της εναρμονίσεως των δημοτικών τραγουδιών είναι πολύ σπουδαίο και αναγκαιότατο, το καθιστά δε για εμάς ακόμη πιο αναγκαίο η ιδέα ότι εμείς μ’ αυτό εμείναμε πίσω απέναντι άλλων λαών οι οποίοι ίσως δεν έχουν στη μουσική τους λαογραφία τον καλλιτεχνικό και μουσικοθεωρητικό πλούτο τον οποίον έχει η δική μας μουσική λαογραφία.
Το ότι εμείναμε πίσω στο έργον αυτό, οφείλεται ίσως εν μέρει και στην προσκόλησι που είχαμε ως τώρα στο δόγμα της μονόφωνης παραδόσεως στη μουσική μας. Αλλά η παράδοσις δεν είναι σταμάτημα, δεν είναι ακινησία. Η παράδοσις είναι ρεύμα ζωής και σκέψεως. Όλοι οι μουσικοί λαοί της γης οι οποίοι είχαν πίσω τους την μονόφωνη παράδοσι στη μουσική τους και οι οποίοι εδέχτηκαν τον συνδυασμό της πολυφωνίας σ’ αυτήν, απέδειξαν τρανώτατα την αλήθειαν αυτήν. Έιπα ότι το έργον της εναρμονίσεως της δημώδους μας μουσικής είναι πολύ σπουδαίο. Προσθέτω τώρα ότι σπουδαιότερο είναι ακόμα το έργο της ελληνικής εναρμονίσεως. Γιατί πρέπει να εννοήσουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την μουσική μας τέχνη ότι η εναρμόνισις της ελληνικής δημώδους μουσικής, πρέπει προπαντός να είναι ελληνική, πρέπει δηλαδή να συνδέεται φυσικά με την ελληνική μελωδία, - κάνει τουλάχιστον σε πολλές περιστάσεις – ένα μεγάλο λάθος.
Γι’ αυτό η ελληνική εναρμόνισις του δημοτικού τραγουδιού, δεν είναι έργον το οποίον ημπορεί να το αναλάβη ο οποιοσδήποτε μουσικός. Ο εναρμονιστής της ελληνικής μελωδίας πρέπει να έχη μερικά απαραίτητα εφόδια, και τα εφόδια αυτά είναι η βαθεία επιστημονική γνώσις της μουσικής θεωρητικής βάσεως (κλίμακες, μέτρα κτλ.) στην οποίαν στηρίζεται η ελληνική μελωδία, και η πλήρης από αυτόν κατανόησις του αισθητικού πνεύματος το οποίον διακρίνει την ελληνική δηλώδη μουσική. Χωρίς τα εφόδια αυτά είναι εντελώς αδύνατον η ενορμόνισις του να ανταποκρίνεται φυσικά προς το πνεύμα της μελωδίας και να την ενισχύση σε έκφραση και σε χρώμα. Όποιος χωρίς να έχη τα εφόδια αυτά και χωρίς να είναι βαθύς γνώστης της μουσικής επιστήμης επιχειρή να εναρμονίση την ελληνική δημώδη μελωδία, ημπορεί να πη κανείς ότι διαπράτει ένα αληθινό καλλιτεχνικόν έγκλημα, μίαν αληθινή καλλιτεχνική ιεροσυλία εναντίον της ελληνικής μουσικής τέχνης, ενώ απεναντίας από την εις ευρείαν κλίμακα αρμονικήν επεξεργασία της ελληνικής δημώδους μουσικής υπό του αληθινά επιστήμονος και αληθινά καλλιτέχνου μουσουργού, ειμπορεί να βγη στο μέλλον ένα δημοτικό τραγούδια που να παρουσιάζη βαθύ και τέλειο τον συνδυασμό του με την φυσική πολυφωνική του βάσι, το οποίον θα αντιπροσωπεύη την διάμεση τέχνη, που θα χρησιμεύση ως γέφυρα μεταξύ της προερχομένης από τις κατώτερες λαϊκές πηγές και λαμβανομένης ως πρώτης ύλης λαϊκής μουσικής τέχνης, καλλιεργημένης από τους Έλληνας εθνικιστάς μουσουργούς εις το έδαφος της ελευθέρας μουσικής δημιουργίας.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ
Ο ΣΚΛΑΒΟΣ
Μάνα, λούσε με, μάνα μου χτένισέ με,
κι αύριο στο σχολειό, μάνα μου, μη με πέψεις,
κει ξένα έρχονται, μάνα, ξένα αποζεύγουν,
ξένα, ολόξενα, μάνα, ξενητεμένα,
σύρνουν άλογα, μάνα, σύρνουν μουλάρια,
σύρνουν κι ένα νιό, στα σίδερα δεμένο.
‘Που τα σίδερα το νουν μου επήρε μου τον,
μάνα, κι είδα τον, μάνα, κι εγάπησά τον.
Γη άντρα δος μου τον, γη σκλάβο κάμε μού τον,
γη ντροπιάζω σε κι εσέ και τη γενιά σου
και το σόι σου και τη δικολογιά σου.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΟΥ
Ο Κωνσταντής εδούλευε και ρόγα δεν επήρεν,
μα όσο και για τη ρόγα του, εφίλει την κυρά του,
κι όσα φιλήματα της κρούει, στο μάρμαρο τα γράφει.
Κι ο βασιλιάς επέρασε, στο μαύρο καβαλάρης,
το μαύρο του γονάτισε, τα γράμματα ανεγνώθει:
- Γράμματα που σας έγραψε, καϋμό μεγάλον είχε,
κι εγώ που σας εδιάβασα, καϋμό μεγάλον πήρα!
Δημήτριος Ανδρώνης Ο Μυστικοπαθής Καλλιτέχνης
H «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ» στο φύλλο της αριθ. 1141 της 6 /6/1912 γράφει :
Η Συναυλία η υπό του Ανδρώνη εκτυλιχθείσα το παρελθόν Σάββατο εις τη μεγάλη αίθουσα του «Casino» δύναται τις να ειπεί ότι απεκάλυψε νέους ορίζοντες εις το πεδίον της Τέχνης και της εκτελέσεως.
είχε συγκεχυμένες ιδέας περί κλασσικής Μουσικής δεν δύναται να αποδοθεί ή στην τέλεια και μοναδική εκτέλεση του σπουδαίου και σοβαρού προγράμματος εν τη εκτύλιξη του οποίου ο έξοχος πιανίστας έθεσε τη σφραγίδα της όλο ατομικής και ειδικής αυτού εκτέλεση.
Εις το παίξιμο του Ανδρώνη παρατηρείται θαυμάσια ισορροπία .Ο τέλειος μηχανισμός προϊόν ιδιαιτέρων μελετών του καλλιτέχνη μας, ευρίσκεται πάντα υπηρετών το αισθητικό μέρος της Τέχνης του και δια τούτο όλοι οι συγγραφείς διερχόμενοι δια της ψυχής του μεγάλου μουσουργού, παρουσιάζονται υπό όλως νέα όψη, ήτις αφαρπάζει και ανυψώνει τον ακροατή.
‘Όλως εξαιρετική και απαράμιλλος η ερμηνεία του Beethoven, όπου ο Ανδρώνης εις τις βαθύτατες έννοιες του μεγάλου Κλασσικού έχει έδαφος ίνα εκδηλώσει την όλη καλλιτεχνική ατομικότητα του.
Οι λοιποί συγγραφείς Thalberg, Chopin, Liszt, Schoumann, Mendelson ,Rubinstein εύρων υπό τους δακτύλους του Ανδρώνη τον αληθή αυτών ερμηνευτή, όστις δια της σπανίας εκτέλεσης των διαφόρων τεμαχίων απέσπασε ραγδαία χειροκροτήματα και τα ενθουσιώδη συγχαρητήρια του ακροατηρίου.
Βραδιά αλησμόνητη!!!!!
Δμήτριος Ανδρώνης
Είμεθα βέβαιοι δε ότι ο αγαπητός συμπολίτης μας εις την εξακολούθηση της ανά την Εσπερία μελλούσης καλλιτεχνικής δράσεως του θέλει τιμήσει το Ελληνικό όνομα και την ιδιαιτέρα αυτού Πατρίδα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΝΔΡΩΝΗ [1]
Δημήτριος Ανδρώνης (1866-1918)
Άλλη μια μεγάλη μορφή της μουσικής Κέρκυρας που η “Μάντζαρος” τιμά με ευαισθησία τις μέρες του Πάσχα, είναι ο Δημήτριος Ανδρώνης. Το περίφημο “Ολυμπιακό Ποίημα” καθώς και τα πένθιμα εμβατήρια που μας άφησε, πιστοποιούν το μέγεθος της συνθετικής του ικανότητας και της μουσικής μόρφωσης.
Ολυμπιακο Ποιημα
Του Δημητριου Ανδρωνη (1866-1918) σε ενοργανωση του Γεωργιου Περουλη. Στο μεγαρο Αθηνων ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ
Μολονότι ο Ανδρώνης σπούδασε στην Ιταλία, ήταν γερά ζυμωμένος με την κλασσική μουσική της εποχής του και αυτήν ήθελε να διαδώσει και να καλλιεργήσει ερχόμενος στην Κέρκυρα.
Δεν ήταν όμως δυναμικός ούτε γεννημένος για αγώνες γι’ αυτό και έζησε όλη του τη ζωή στην αφάνεια και στο τέλος κατακρίθηκε και παραμερίστηκε. Νεαρός ακόμη εισήλθε στο Βασιλικό Κονσερβατόριο της Νάπολης όπου σπούδασε πιάνο και σύνθεση λαμβάνοντας δίπλωμα με το άριστα. Συνέχισε δε στη Μπολόνια όπου εκεί έκανε, ως πιανίστας, την πρώτη του εμφάνιση στο ιταλικό κοινό που αναγνώρισε αμέσως το πηγαίο ταλέντο του. Από τότε ο Ανδρώνης μοιράζεται ανάμεσα σε Νάπολη και Μπολόνια από τη θέση του καθηγητή πιάνου και σύνθεσης το 1890 επιστρέφει στη γενέτειρα του αναλαμβάνοντας τις Σχολές της Παλαιάς Φιλαρμονικής. Το τότε όμως πνεύμα της εποχής υποχρέωσε τον Ανδρώνη να αποχωρήσει σύντομα από τη θέση αυτή. Οι προσωπικές επιδιώξεις πολλών αποθάρρυναν τον Ανδρώνη, του οποίου ο μόνος ευγενικός πόθος ήταν να αναγεννηθεί και να μορφώσει μουσικά τους νέους της πατρίδας του. Ο ευγενικός του χαρακτήρας δεν κατάφερε να αντισταθμίσει τα άπειρα προβλήματα που προέκυψαν. Έτσι ο Ανδρώνης αυτοπεριορίστηκε στο να παραδίδει λίγα ιδιαίτερα μαθήματα. Παρόλη τη μεγάλη επιτυχία της μοναδικής συναυλίας που έδωσε το 1907, δεν κατάφερε να εμφυσήσει το πνεύμα της νέας κλασσικής μουσικής που τότε ήταν σχεδόν άγνωστη στην Κέρκυρα. Ο Ανδρώνης κλείστηκε στον εαυτό του. Δεν εκφραζόταν σε κανέναν. Δεν συναναστρεφόταν με κανέναν. Πάντα μόνος του, κυριευμένος από μια έντονη μυστικοπάθεια, περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας καθισμένος σε ένα παγκάκι κάποιας πλατείας.
Λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Ανδρώνης ο οποίος είχε προλάβει να διδάξει αρκετούς Κερκυραίους, εξαφανίστηκε. Λένε πως είχε εγκατασταθεί στη Βεντιμίλια της Ιταλίας ενώ άλλες πηγές, αναφέρουν πως το 1918 ο Ανδρώνης έπεφτε θύμα δολοφονικής απόπειρας, στην πόλη Φραγκαβίλα όπου και πέθανε. Όποιο όμως κι αν ήταν το τέλος, ο Ανδρώνης παραμένει ζωντανός στις παρτιτούρες της κερκυραϊκής μουσικής.
Ο Ανδρώνης, υπήρξε ένας εξαιρετικός μουσικός με μια ιδιαίτερα μοναχική και κλειστή ζωή. Η μελωδία που ακούγεται από τη “Μάντζαρο” από πολύ παλιά, περιγράφει με μια μοιραία γλαφυρότητα, την αίσθηση της μοναξιάς και της νοερής απομάκρυνσης. Η marcia του Ανδρώνη έχει συνδεθεί, εδώ και πολλά χρόνια, με τη λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου αλλά και με τη δικιά μας έκφραση συμμετοχής στο θλιβερό, αυτό, πρωινό.
Marcia Funebre
Ο Μυστικοπαθής Καλλιτέχνης
“Ανοιξιάτικο πρωινό σε κάποια κερκυραϊκή πλατεία. Μέσα στην ησυχία, οργιάζει το πράσινο και τα πουλιά ψάλλουν με το τραγούδι τους τη σοφία του Θεού. Κάτω απ’ τις σκιές οι γιαγιάδες το στρώνουν στη κουβέντα ενώ κοντά τους, τα παιδάκια παίζουν αμέριμνα και σκορπίζουν με το γέλιο τους και με τις φωνούλες τους, την πιο αθώα χαρά της ζωής.
Σ’ ένα παγκάκι καθισμένος, ολομόναχος, ένας κύριος λεπτός, μ’ ολόχρυσα γυαλιά και ντυμένος στα μαύρα. Ανάμεσα στα πόδια του, κρατάει το μαύρο μπαστούνι του με την ασημένια λαβή. Φαίνεται κάπως κουρασμένος και κλεισμένος μέσα στον εαυτό του. Κάθε τόσο, κουνάει το χέρι, σαν να μετράει χρόνο, σαν να διευθύνει. Ώρες ολόκληρες αυτή η δουλειά!
Ο μουσικός που βυθίζεται στην έμπνευση, μπροστά στ’ ανοιξιάτικο μεγαλείο. Ο Ανδρώνης ταξιδεύει σε ωκεανούς αρμονίας και ουρανούς μελωδίας…
Pensiero a Dio
Pensiero a Dio - Δημητρίου Ανδρώνη. Από τη συναυλία της φιλαρμονικής στο δημοτικό θέατρο Κέρκυρας τις 12 Νοεμβρίου 2016. Διευθύνει ο Σωκράτης Άνθης.
[1] Από την Φιλαρμονική «Μάντζαρος» https://femantzaros.com/i-filarmoniki/viografika/viografiko-dimitriou-androni/
Καθ. Πάνος Καραγιώργος
Διάλεξη που έγινε στην αγγλική γλώσσα στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Φλόριδας, Η.Π.Α., στις 15 Απριλίου 1987. Δημοσιεύθηκε, με λίγες αλλαγές, στο περιοδικό Λαογραφία, Δελτίο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος ΛΘ΄ (39) 1998-2003, σ. 405-421.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Κέρκυρα είναι πλούσια σε λαογραφικό υλικό και τα κερκυραϊκά δημοτικά τραγούδια τα τραγουδούν ακόμα και σήμερα στα πανηγύρια των χωριών, σε γάμους και σε ταβέρνες. O συγγραφέας Λώρενς Ντάρρελ, στο βιβλίο του για την Κέρκυρα Η σπηλιά τού Πρόσπερου,
γράφει ότι τα καλύτερα πανηγύρια γίνονται στο Γαστούρι,στους Καστελλάνους, στην Ανάληψη, στον Παντοκράτορα και στην Κασσιόπη. Μερικά από τα δίστιχα της συλλογής αυτής τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα στα μέρη αυτά.
Τα δημοτικά τραγούδια τα έχουν συνθέσει άγνωστοι λαϊκοί ποιητές σε διάφορες εποχές κατά τους τελευταίους αιώνες. Μερικά τραγουδιούνται ως χορευτικά και άλλα απαγγέλλονται. Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, που τόσο θαυμάζονταν από τον Γκαίτε, ο οποίος μάλιστα μετέφρασε μερικά, διακρίνονται για την ποιητική φρεσκάδα τους και την απλότητά τους. Υπάρχουν διάφορα είδη δημοτικών τραγουδιών: ιστορικά, ηρωικά, της ξενιτιάς, της αγάπης, δίστιχα της αγάπης, νανουρίσματα, εργατικά, μοιρολόγια.
Τα δίστιχα της αγάπης αποτελούν κι αυτά ανώνυμες συνθέσεις. Μερικά από αυτά μάλιστα τα έχουν συνθέσει γυναίκες των χωριών, ενώ δούλευαν μαζεύοντας ελιές από τα λιόδεντρα το νησιού. Μία γυναίκα άρχιζε τον πρώτο στίχο και άλλη τον συνέχιζε, συμπληρώνοντάς τον. Το τραγούδι κατά τη διάρκεια της δουλειάς απάλυνε τον μόχθο και την πλήξη που συνόδευαν το σκύψιμο για το μάζεμα της ελιάς από το έδαφος, όπως γινόταν εκείνα τα χρόνια. Παρόμοια, οι Νέγροι σκλάβοι συνέθεταν τα σπιρίτσιουαλς, όταν μάζευαν μπαμπάκι στις νότιες πολιτείες της Αμερικής.
Έχω συλλέξει τα περισσότερα από τα δίστιχα της αγάπης της συλλογής αυτής από διάφορα χωριά του νησιού της Κέρκυρας. Όλα σχεδόν είναι γραμμένα σε 15σύλλααβο ιαμβικό μέτρο.
Π. Κ.
Α
Αγγελικούλα, ζάχαρη, Αγελικούλα, μέλι,
Aγγελικούλα, κρύο νερό, που πίνουν οι αγγέλοι!
Αγγέλοι από τους ουρανούς, βοηθάτε με κι εμένα,
που άναψα και καίγομαι για ξένης μάνας γέννα.
Άγγελος εκατέβηκε με το χρυσό κoντύλι
κι έκατσε και ζωγράφισε τα κόκκινά σου χείλη.
Αηδόνι του περιβολιού, αηδόνι και παγόνι,
όταν γυρίσω να σε δω, το αίμα μου παγώνει.
Ακόμα δεν απέθανα κι ανάψαν τα κεριά μου,
πήραν και την αγάπη μου από την αγκαλιά μου.
Άνοιξε το χειλάκι σου το κόκκινο, πουλί μου,
και δώσε μου υπόσχεση πως θα γενείς δική μου.
Αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου αδερφή,
εγώ θα σε φιλήσω, κι ας πάω στη φυλακή!
Αν θέλεις, Παναγία μου, πάντα να σε δοξάζω,
φέρε μου την αγάπη μου, να μην αναστενάζω.
Απόψε ρόδα μάζευα, και συ, ψυχή μου, τ’ άνθη·
απόψε σ’ ονειρεύτηκα κι ο ύπνος μου εχάθη.
Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα ’ναι που σού μοιάζει:
αυτό που βγαίνει το πρωί, όταν γλυκοχαράζει.
Αυτός ο πόνος της καρδιάς, προς τί, τάχα, να είναι;
Όταv δεν είναι έρωτας, τί άλλο πράμα είναι;
Από τη γη βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι,
κι από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλικάρι.
Αχ, ουρανέ, μή βρέξεις πια, κάνε μου αυτή τη χάρη
κι εγώ με τα ματάκια μου δροσίζω το χορτάρι.
Β
Βάρκα θέλω ν’ αρματώσω με σαράντα δυο κουπιά,
και μ’ εξήντα παλικάρια, να σε κλέψω μια βραδιά.
Βασιλικέ πλατύφυλλε, από την Ιγγλιτέρα,
που τον φορούν οι όμορφές κάθε καλήν ημέρα.
Βασιλικό εφύτεψα επάνω στον ασβέστη,
για να περνά η αγάπη μου να λέει ‘‘Χριστός Ανέστη!’’
Βασιλικό εφύτεψα στην κλίνη που κοιμάσαι,
να κόβεις, να μυρίζεσαι, κι εμένα να θυμάσαι.
Βασίλισσα να ήσουνα, δεν θά ’χες τόση χάρη,
νά ’σαι ανθός των κοριτσιών, της γειτονιάς καμάρι.
Βασίλισσα των κοριτσιών πρέπει να σ’ ονομάσω,
γιατί η ωραιότης σου με κάνει να θαυμάσω.
Βολές – βολές μεσάνυχτα ξυπνάω με λαχτάρα
και στην πικρή την ξενιτιά ρίχνω βαριά κατάρα.
Βουνά, μην πρασινίσετε, πουλιά, μην κελαηδείτε,
μ’ αρνήθηκε η αγάπη μου, κι όλα να λυπηθείτε.
Γ
Γαρούφαλό μου κόκκινο, γαρουφαλιάς κλωνάρι,
αν δε σε δω στα χέρια μου, ο Χάρος να με πάρει.
Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει,
τώρα π’ αγάπησα κι εγώ μιας λεμονιάς κλωνάρι!
Για πες μου, τί εκέρδισες, οπού με βασανίζεις;
Παράτησε την απονιά, και πες μου τί ορίζεις.
Γυρίζω εδώ, γυρίζω ’κει, ίσως και σ’ απαντήσω,
τα πάθη μου να σου ειπώ, τη φλόγα μου να σβήσω.
Γύρισε δες τον ουρανό, γύρισε δες και μένα:
Αν αρνηθώ τον ουρανό, θα αρνηθώ και σένα.
Δ
Δασκάλισσα, δασκάλισσα, σχόλασε την Ελένη,
μία στιγμή να την ιδώ, γιατ’ η ψυχή μου βγαίνει.
Δεν θυμάσαι, ανάθεμά σε, ότι συμφωνήσαμε
να με πάρεις, να σε πάρω και μαζί να ζήσουμε;
Ε
Έλα να σε φιλήσω και γρήγορα να πας,
να μη σε δει κανένας και πει πως μ’ αγαπάς.
Έλα να σε φιλήσω και φίλα με και συ,
κι αν θα το μαρτυρήσω μαρτύρα το και συ.
Εμένα τό ’χει η τύχη μου, όπου κι αν αγαπήσω,
με φίδια και δεντρογαλιές πρέπει να πολεμήσω.
Εμίσεψες και μ’ άφησες τρία γυαλιά φαρμάκι,
σα νίβομαι κάθε πρωί, να πίνω από λιγάκι.
Εμίσεψες κι η γειτονιά εγίνη ρημονήσι·
έλα, πουλί μου, γύρισε, πάλι να νοστιμίσει.
Ένα δεντρί εφύτεψα με δάκρια τόσους χρόνους,
κι αντί καρπό, μού έδωκε βάσανα, πίκρες, πόνους.
Εξήντα μήνες σ’ αγαπώ, γίνονται πέντε χρόνια·
αν φύτευα μια λεμονιά, θα έκοβα λεμόνια.
Επήγα κι έριξα σεβντά σε μέρος που δεν φτάνω
και θε να βασανίζομαι όσο που να πεθάνω.
Εσύ μ’ αυτή τη γνώμη κι εγώ μ’ αυτόν το νου,
να δούμε ποιος θα πέσει στα πόδια τ’ αλλουνού.
Έτσ’ ήτανε της τύχης μου, εσένα ν’ αγαπήσω,
να πάθω τόσα βάσανα και να μη σ’ αποκτήσω.
Έχε, πουλί μου, υπομονή, νά ’χω κι εγώ ελπίδα·
με τον καιρό κάθε δεντρί ανθεί και βγάζει φύλλα.
Έχω τρεις μέρες να σε δω, κοντεύει μια βδομάδα,
και το ψωμί στο στόμα μου δεν έχει νοστιμάδα.
Η
Ήθελα νά ’μουν όμορφος, νά ’μουν και παλικάρι,
νά ’μουνα και τραγουδιστής, δεν ήθελ’ άλλη χάρη.
Η αγάπη δίχως ζήλια είναι μαύρη, σκοτεινή,
σαν κρασί ξεθυμαμένο, σαν σακούλα αδειανή.
Η αγάπη είναι βελόνι κι αγκυλώνει την καρδιά·
με αγκύλωσε και μένα και δεν έχω γιατρειά.
Η αγάπη σίδερα τρυπά και μάρμαρα τσακίζει,
καλόγερους και κοσμικούς, όλους τους δαιμονίζει.
Η άσπρη πέτρα του γιαλού δεν πιάνει πρασινάδα,
κι αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα.
Η ορφανειά, η παντρειά, η αγάπη και τα ξένα:
τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα τα ξένα.
Θ
Θάλασσα δίχως κύματα καράβι δε σηκώνει,
κι αγάπη δίχως βάσανα ποτέ δεν τελειώνει.
Κ
Κλαίω κρυφά γιατί κανείς δεν θέλω να το μάθει,
ότι ξανακαινούριωσαν τα παλαιά μου πάθη.
Κοντοζυγώνει ο καιρός που θε ν’ ανταμωθούμε,
που θε να σμίξουμε τα δυο, να παρηγορηθούμε.
Κόρη που πήρες μου το νου, πάρε τώρα κι εμένα·
τί να με κάνει δίχως νου η μάνα που μ’ εγέννα;
Κρύο αεράκι νά ’μουνα, να μπω μες στα σεντόνια,
να χάιδευα τα στήθη σου, πού ’ναι σα δυο λεμόνια.
Κυρία μου, ανάλατη, σαν ξύδι και σα μέλι,
και ποιος σε καταδέχεται ταίρι του να σε θέλει;
Λ
Λυπητερά, λυπητερά θα πάω να σκάψω μνήμα,
να θάψω το κορμάκι μου, κι έχε το εσύ το κρίμα.
Λυπήσου τα, σπλαχνίσου τα, τα δάκρια που χύνω,
γιατ’ είναι περισσότερα απ’ το νερό που πίνω.
Λύσε τα μάγια, φως μου, και δός μου λευτεριά,
να πάω στη δουλειά μου, δεν θέλω παντρειά.
Μ
Μάγισσας κόρη νά ’σουνα και δράκου θυγατέρα,
πάλι θα με λυπόσουνα που πάσχω νύχτα-μέρα.
Μαργαριτάρι στρογγυλό είναι το πρόσωπό σου
και δυο δαχτυλιδόπετρες οι κόρες των ματιών σου.
Μάτια μου, τζόγια, περγολιά, σταφύλι μου αετονύχι,
να γίνομουν εγώ γαμπρός κι εσύ να γίνεις νύφη!
Μελαχρινή εφίλησα τ’ Αυγούστου μια Δευτέρα
και μύριζε το στόμα μου σαράντα μία μέρα.
Μελαχρινό μου πρόσωπο, σαν βάζεις κοκκινάδι,
οι πεθαμένοι κι οι νεκροί σηκώνονται απ’ τον Άδη.
Μέσα στα χιόνια λούστηκες και πήρες την ασπράδα,
πήρες κι από τα γιασεμιά όλη την ομορφάδα.
Με μια γειτονοπούλα μου θέλω να κάνω κρίση,
που πήγε και παντρεύτηκε χωρίς να με ρωτήσει.
Μία μόνο αγάπησα σε όλη τη ζωή μου,
σ’ αυτή ο έρμος έδωσα τον νου και την ψυχή μου.
Μικρή, μικρή σ’ αγάπησα, μεγάλη δεν σε πήρα,
μα έχω ελπίδα στο Θεό για να σε πάρω χήρα.
Ν
Νά ’μουν στο μεσοφόρι σου κουμπί μαλαματένιο,
και να φιλώ το στήθος σου, το μαργαριταρένιο!
Να σ’ αγαπώ βαρέθηκα, να σ’ αρνηθώ λυπούμαι,
ας τον τραβάμε τον σεβντά όσο κι αν ημπορούμε.
Να χαμηλώναν τα βουνά κι οι λεμονοκορφάδες,
νά ’βλεπα την αγάπη μου στη μέση τσου Δουκάδες.
Να ’χα σοφία Σολομών και του Δαβίδ τη γνώση,
θα σού ’λεγα παινέματα μέχρι να ξημερώσει.
Νύχτα και μέρα και αυγή σ’ έχω στη συλλοή μου·
γίνε γιατρός και γειάνε μου τη φοβερή πληγή μου.
Ξ
Ξανθά μαλλιά στην κεφαλή, πλεγμένα με την τάξη
και κάθε τρίχα γίνεται μαχαίρι να με σφάξει.
Ξεμάκρυνες κι αρρώστησα, έλα κοντά να γειάνω,
έλα το γρηγορότερο, πριν πέσω και πεθάνω.
Ξενιτεμένο μου πουλί, έλαβα τη γραφή σου,
στον κόρφο μου την έβαλα κι είπα: «Καρδιά, δροσίσου!»
Ξύπνα εσύ που μ’ έκανες αγάπη να γνωρίσω,
και ζωντανός την κόλαση να την κληρονομήσω.
Ξύπνα, κι ο έρωτας περνά κορώνα να σού βάλει,
γιατί από σε ομορφότερη δεν είναι καμιά άλλη.
Ο
Όλο τον κόσμο γύρισα, πουνέντη και λεβάντη,
δεν είδα τέτοιο πρόσωπο να λάμπει σαν διαμάντι!
Όποιος δεν είναι γλεντιστής πρέπει του να πεθάνει,
γιατί στον κόσμο όπου ζει άδικα τόπο πιάνει.
Όποιος πιστεύει γυναικός, στη θάλασσα πιστεύει,
πιάνει λαγούς στη θάλασσα και στο βουνό ψαρεύει.
Όταν σ’ εγέννα η μάνα σου, ο ήλιος εκατέβη
και σού ’δωσε την ομορφιά και πάλι ματανέβη.
Ο έρωτας εις την αρχή είναι γλυκός, καϊμάκι,
μα σαν ριζώσει στην καρδιά, ποτίζει την φαρμάκι.
Ο κόσμος με τα βάσανα είν’ ανακατωμένος,
και πώς μπορώ τότε εγώ νά ’μαι ευχαριστημένος;
Π
Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε τούτον τον καιρό αγάπη ’μπιστεμένη;
Ποιος κρίνος ωραιότατος σού ’δωσε την ασπράδα,
και ποια μηλιά, χρυσομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα;
Πρωί-πρωί σηκώνομαι, το σπίτι σου κοιτάζω,
το παραθύρι σου θωρώ και βαριαναστενάζω.
Ρ
Ρίξε μια ματιά, δώσ’ μου γλυκιά ελπίδα,
τέτοιαν απονιά σε άλλη δεν την είδα.
Ρόδα και τριαντάφυλλα κι άνθη του παραδείσου
εσύναξε ο Έρωτας κι έπλασε το κορμί σου.
Σ
Σα δεν με θες, κυρά μου, πες μου να παντρευτώ,
να πάρω κάποια άλλη, να παίζω, να γλεντώ.
Σαν τί το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι,
αφού μέσα στο σπίτι της έχει λαμπρό φεγγάρι;
Σού στέλνω χαιρετίσματα με μήλο δαγκωμένο
και μέσα στη δαγκωματιά φιλί είναι κρυμμένο.
Τ
Τάχα θα το αξιωθώ, θα λάβω τέτοια χάρη,
να σηκωνόμαστε τα δυο απ’ ένα μαξιλάρι;
Τα βάσανα, τα πάθη μου, ένας Θεός τα ξέρει,
και μια μικρή μελαχρινή, αν θέλει, τα γιατρεύει.
Τα λούλουδα θέλουν δροσιά, τα κυπαρίσσια αέρα·
η νιότη μας και η ζωή δεν είναι κάθε μέρα.
Τα μάτια μου δεν είδανε τέτοια καλή γυναίκα,
να της ζητώ ένα φιλί και να μού δίνει δέκα!
Τα ολόξανθά σου τα μαλλιά να τά ’χα αποχτενίδια,
να τά ’δινα στον χρυσικό να κάνει δαχτυλίδια.
Τα χείλη σου τα κόκκινα μοιάζουνε σαν κεράσι,
κι ο νέος που τα φίλησε ποτέ δεν θα γεράσει.
Τόσ’ έμαθα τα βάσανα που δεν κακοκαρδίζω·
όπως τον εύρω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω.
Το δέντρο που καμάρωνα καθημερνή και σκόλη
άπλωσε τα κλωνάρια του σε ξένο περιβόλι.
Υ
Ύπνος γλυκός, γλυκύτατος, σ’ επήρε και κοιμάσαι,
και την παλιά αγάπη σου καθόλου δεν θυμάσαι.
Υπόμενε, καρδούλα μου, τής π’ αγαπώ τα λόγια,
όπως αντέχουν τα βουνά τις μπόρες και τα χιόνια.
Φ
Φωτιά τρώει το σίδερο κι ο σάρακας το ξύλο,
κι εσύ μού τρως τα νιάτα μου σαν άρρωστος το μήλο.
Χ
Χριστός Ανέστη, μάτια μου, κι έλα να φιληθούμε,
κι αν δεν σ’ αρέσει το φιλί, στρώσε να κοιμηθούμε.
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι,
χωρίς αγάπη δεν βαστούν κόρη και παλικάρι.
Ψ
Ψηλό μου κυπαρίσσι, λυγάει η κορφάδα σου,
και ποιος θα τη γλεντήσει την ομορφάδα σου;
Ω
Ω φουντωμένη λεμονιά και ανθισμένη βιόλα,
εσύ ’σαι που τα μάρανες τα παλικάρια όλα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ / BΙBLIOGRAPHY
Ελληνικά / In Greek
Μαρτζούκος, Γ. Κ., Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήναι, 1959.
Πακτίτης, Ν., Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήνα, 1989.
Περάνθης, Μ., Μεγάλη Ελληνική Ανθολογία της Ποιήσεως, τόμ. Γ΄ [1970].
Αγγλικά / In English
Abbott, G. F., Songs of Modern Greece, Cambridge, 1900.
Pym, Hilary, Songs of Greece, The Sunday Times, London, 1968.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ / DISCOGRAPHY
Authentic Music from the Greek Isles and Mountains, Fontana TL 5323.
Folk Dances of Greece, Folkways P 454.
Greek Island and Mountain Songs, Vogue MDEVR 9329.
Ο Χαράλαμπος Παχής (1844-1891) ήταν Κερκυραίος Ζωγράφος , από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της Επτανησιακής Ζωγραφικής Σχολής. Ένα από τα λαογραφικά έργα του είναι και η «Πρωτομαγιά στην Κέρκυρα»
Για να αναλύσουμε την παράσταση του πίνακα προστρέξαμε στο βιβλίο «ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ» του Σπύρου Λάμπρου του 1882.
Η πρώτη ημέρα του Μάη στην Κέρκυρα γιορτάζονταν με ένα διαφορετικό έθιμο που δεν συναντάται στις άλλες Ελληνικές πόλεις. Οι χωρικοί έφερναν στην πόλη κορμό κυπαρισσιού, το φύλλωμα του οποίου είχαν στολισμένο με ξύλινα στεφάνια και πολύχρωμες κορδέλες. Κρεμούσαν πασχαλινά κόκκινα αυγά , κουκουνάρια, αγκινάρες και άλλα φρούτα επιχρυσωμένα, περιστέρια και άλλα τέτοια. Το δέντρο τούτο του Μαΐου θύμιζε το Χριστουγεννιάτικο δένδρο.
Οι χωρικοί που κρατούσαν το κυπαρίσσι τραγουδούσαν έξω από τα σπίτια.
Αυθεντικά γραμμένο το πιο κάτω τραγούδι:
Και αν είνε με τον ορισμό, να ‘πούμε και το Μάϊ.
Μπρέ ‘μπηκ’ ο Μάϊς,μπρέ ‘ μπήκε ο Μάϊς ο μήνας
Ο Μάϊς με τα τραντάφυλλα και ο Απρίλις με τα ΄ρόδα.
Απρίλι, Απρίλι αφόρετε Μάϊ μου κανακάρι,
‘π’ όλο τον κόσμο ‘γιόμησες απ’ άνθη και λουλούδια.
Λουλούδισε, λουλούδισε, λουλούδισέ μου κόρη
Να ‘πάη να δώση το φιλί πριν βρέξη, πριν χιονίση,
Πριν κατεβάση ο ουρανός και σύρουν τα ποτάμια.
Και ‘δω που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐση
Και αφέντη κυρ (όνομα φεουδάρχη) χρόνους πολλούς να ζήσης
Να ζήσης χρόνους εκατό και να τους απεράσης *
(*) Ή διαφορετικά
Και αφέντη κυρ ……’ψηλό μου κυπαρίσσι
‘που τώνομα σου ακούεται Ανατολή και Δύσι
Πολλά είπαμε ταφέντη μας, να ‘πούμε της κυράς μας
Κυρά χρυσή, κυρ’αργυρή, κυρά μαλαμματένια
Και άνοιξε τάξιο σου πουγγί το μαργαριτένιο
Και βάλε το χεράκι σου το καλομαθημένο.
Και αν έχεις γρόσια φέρε τα και αν έχης και παράδες
Και αν έχης και γλυκό κρασί, φέρε να μας κεράσης
Και ‘ς των παιδιών σου ταις χαραίς κουφέτα να μοιράσης
Όχι κουφέτα μοναχά, μον’ και πολλά καρύδια
Και πλήθειο το γλυκό κρασί να πιουν τα παλληκάρια.
Και δω που τραγουδήσαμε να ‘λθούμε και του χρόνου,
Και την ημέρα της Λαμπρής με το Χριστός Ανέστη(δις)
Και το μεν τραγούδι, όλο, ή μέρος του, ή στοίχοι, τραγουδιέται και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, η δε περιφορά του κυπαρισσιού και τα ιδιαίτερα έθιμα που συνοδεύουν τον εορτασμό της πρωτομαγιάς ανήκουν μόνο στην Κέρκυρα. Οι ιδιαίτερες αυτές συνήθειες εξηγούνται από ιστορικής πλευράς, σαν απομεινάρι του τρόπου που οι Τσιγγάνοι την πρώτη του Μαΐου ερχόντουσαν από τους αγρούς στη πόλη , αποδεικνύοντας στον άρχοντά τους Βαρόνο την υποταγή τους σ’ αυτόν.
Στην Κέρκυρα από τον 14ο αιώνα υπήρξε το «Φέουδο των Αθιγγάνων». Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι Αθίγγανοι είναι αυτοί που πρώτοι εισήγαγαν το έθιμο αυτό για τον εορτασμό της πρωτομαγιάς ,υποψιαζόμαστε όμως, ότι παραλαμβάνοντας το από τα πολύ παλιά χρόνια το διατηρήσανε και συνέτειναν στην διάδοσή του.
Για την ευρισκόμενη στην Κέρκυρα ‘Βαρονία των τσιγγάνων’, σημειώνουμε ότι υπάρχει αναφορά την περίοδο της κυριαρχίας του νησιού από τους Ανδηγαϋούς (1267-1386).Στην αρχή παρουσιάστηκαν στο νησί ως περιπλανώμενοι (homines vageniti). Στην συνέχεια αποκαταστάθηκαν, αναγνωρίζοντας τους δεσπότες Φράγκους Βαρόνους οι οποίοι παραχώρησαν σ’ αυτούς κτήματα για καλλιέργεια. Αργότερα αποτέλεσαν ένα φέουδο αφού αναγνώρισαν σαν πρώτο τους φεουδάρχη τον Aloysius de Citro. Το φέουδο αυτό είχε μεγάλη διάρκεια αφού έφθασε να υπάρχει μέχρι τον 19ο αιώνα.